- ἐθελοθρησκία
- самовольное служение или поклонение.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εθελοθρησκία — η (AM ἐθελοθρησκεία) ατομική, αυθαίρετη θρησκευτική πίστη και λατρεία … Dictionary of Greek
ԻՆՔՆԱԿԱՄ — ( ) NBH 1 0858 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. αὑθαίρετος voluntarius, ultronius, sui arbitrii, liber. Որ ինչ լինի կամօք ւրովք. կամաւոր. ազտական. ինքնայօժար. ուզելով եղածը. ... *Ինքնական կամօք. Խոր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)